μετζάνα

μετζάνα
(I)
και μεντζάνα (Μ μεντζάνα)
ναυτ. ο τρίτος ιστός τών τρίστηλων και τετράστηλων ιστιοφόρων πλοίων ή ο τέταρτος ιστός τών πεντάστηλων ιστιοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzana].
————————
(II)
μετζάνα, ἡ (Μ)
είδος δοχείου για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. mezzina «μπουκάλι, πήλινο ή χάλκινο σταμνί» (πρβλ. τουρκ. mancana < ιταλ. damigiana, από όπου πιθ. η λ. μιντζάνα, που απαντά στο ποντιακό ιδίωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα …   Dictionary of Greek

  • μεντζάνα — η βλ. μετζάνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”